- αλογοκάρφι
- τοτο καρφί που στερεώνει το πέταλο τών αλόγων και κατ’ επέκταση και άλλων ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + καρφί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek